φθόγγος

φθόγγος
φθόγγ-ος, (both Poet. and Prose),
A any clear, distinct sound, esp. voice of men, Il.5.234, etc.; of the Sirens, Od.12.41,159;

φθόγγῳ ἐπερχόμεναι 18.199

;

φ. ἀραῖον οἴκοις A.Ag.237

(lyr.);

γόων οὐκ ἀσήμονες φ. S.OC1669

; φ. οἰκείου κακοῦ voice, telling of . . , Id.Ant.1187; τὸν Αἵμονος φ. ib.1218, cf. 1214; of birds,

ἀλεκτρυόνων φ. Thgn.864

;

ἀγνῶτα . . φ. ὀρνίθων S.Ant.1001

, cf. 424;

φθόγγος οὔτ' ὀρνίθων οὔτε θαλάσσης E.IA9

(anap.);

κυνῶν καὶ προβάτων καὶ ὀρνέων Pl.R.397a

.
2 speech,

Ἑλλάδος φθόγγον χέουσαν A.Th.73

; φ. ἔμμετρος, opp. πεζά, poetical speech, Phld.D.3.13; utterance, saying, Trag.Adesp.417.
II generally, sound,

ἀνέμων Simon.37.11

;

δαίμονος πεδαρσίου . . πτερωτὸς φ. Ar.Av.1198

( = Trag.Adesp.47); φωνῆς μὲν οὔ, φθόγγου δὲ μετέχοντά τινος, of semi-vowels, Pl.Phlb. 18c, cf. Arist.Aud.801b2, 804b9;

ἄνευ φθόγγου καὶ ἠχῆς Pl.Ti.37b

, cf. Epicur.Ep.1p.32U.;

εἰς τοὺς φ. καὶ τὰς συλλαβάς Pl.Cra.389d

, cf. Plu.Alex.27, Gal.15.6.
2 of musical sounds,

λωτὸς φθόγγον κελάδει E.El.716

(lyr.);

λύρας Pl.Lg.812d

, etc., cf.

φθόγγους ἀλύρους θρηνοῦμεν Alex. 162.6

(anap.).
b pl., notes on a musical instrument; strings of lyre, D.Chr.10.19; stops of flute, Philostr.VA5.21; cf. Corn.ND14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φθόγγος — any clear masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

  • φθόγγος — ο 1. ο έναρθρος ήχος που παράγεται με τα φωνητικά όργανα, η φωνή, ο ήχος της φωνής. 2. (μουσ.), ήχος ορισμένης οξύτητας που παράγεται από την ανθρώπινη φωνή ή από μουσικό όργανο, ο μουσικός ήχος, το μουσικό σημείο, η νότα. 3. το φθογγόσημο (βλ. λ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νότα ή φθόγγος — Τα ιδιαίτερα σημεία που χαρακτηρίζουν ένα σύστημα σημειογραφίας. Στη λατινική περιοχή κάθε ν. αναγνωρίζεται από την ορολογία που υιοθέτησε ο Γκουίντο ντ’ Αρέτσο: ντο (ή ουτ), ρε, μι, φα, σολ, λα. Το σι εισήχθη αργότερα. Στην αγγλοσαξονική περιοχή …   Dictionary of Greek

  • φθόγγε — φθόγγος any clear masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγοι — φθόγγος any clear masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγοιν — φθόγγος any clear masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγοις — φθόγγος any clear masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγοισι — φθόγγος any clear masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγον — φθόγγος any clear masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγου — φθόγγος any clear masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”